πισωκολλητό

πισωκολλητό
το, Ν
1. στάση συνουσίας κατά την οποία η διείσδυση τού πέους στον κόλπο γίνεται από πίσω, από τα νώτα
2. η πρωκτική συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κολλητός (< κολλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”